FAQs About the word stopped (by or in)

σταματημένος (από ή σε)

ονομαζόμενος,πέρασα από,έπεσε,εμφανίστηκε,έτρεξε μέσα,επισκέφτηκε,ήρθε,κοίταξε ,είδε,εισέβαλε (σε)

No antonyms found.

stoppages => Διακοπές, stop (up) => σταματήσει (επάνω), stop (over) => στάση (διανυκτέρευση), stop (by) => στάση (σε), stop (by or in) => σταμάτα (σε ή μέσα),