Greek Meaning of stoop (to)

σκύβω

Other Greek words related to σκύβω

Definitions and Meaning of stoop (to) in English

stoop (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word stoop (to)

σκύβω

Υποκλίνομαι,υποχωρώ (σε),υποβάλλω (σε),succumb (to),παραδίδομαι (σε),υποχωρώ,παραδίδομαι (σε),υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι)

ανταγωνίζομαι (με),αψηφώ,μάχη,αντιτίθεμαι,αντιστέκομαι,αντέχω,πρόκληση,μάχη,απωθώ,μάχη

stools => κόπρανα, stoolies => οπαδοί, stool pigeons => χαφιέδες, stooges => μαριονέτες, stood up to => υπερασπίστηκε,