Greek Meaning of stop (by or in)
σταμάτα (σε ή μέσα)
Other Greek words related to σταμάτα (σε ή μέσα)
Nearest Words of stop (by or in)
- stop (by) => στάση (σε)
- stop (over) => στάση (διανυκτέρευση)
- stop (up) => σταματήσει (επάνω)
- stoppages => Διακοπές
- stopped (by or in) => σταματημένος (από ή σε)
- stopped (over) => Σταμάτησε
- stopped (up) => σταμάτησε
- stoppering => φράξιμο
- stopping (by or in) => που σταματά (δίπλα ή σε)
- stopping (by) => Σταματάω (ππερνώντας)
Definitions and Meaning of stop (by or in) in English
stop (by or in)
No definition found for this word.
FAQs About the word stop (by or in)
σταμάτα (σε ή μέσα)
έλα,περάσω απο.,πέσει,σπρώχνω (μέσα),τσέκαρε,πατώ πάνω,βήμα σε,επίσκεψη,κλήση,περάστε
No antonyms found.
stoops => σκάλες, stooping (to) => Κάμψη, stooped (to) => σκύβω (προς), stoop (to) => σκύβω, stools => κόπρανα,