Greek Meaning of stop (up)
σταματήσει (επάνω)
Other Greek words related to σταματήσει (επάνω)
Nearest Words of stop (up)
- stoppages => Διακοπές
- stopped (by or in) => σταματημένος (από ή σε)
- stopped (over) => Σταμάτησε
- stopped (up) => σταμάτησε
- stoppering => φράξιμο
- stopping (by or in) => που σταματά (δίπλα ή σε)
- stopping (by) => Σταματάω (ππερνώντας)
- stopping (over) => στάση (πάνω)
- stopping (up) => σταμάτημα
- stoppled => Σταματημένος
Definitions and Meaning of stop (up) in English
stop (up)
to stay up at night
FAQs About the word stop (up)
σταματήσει (επάνω)
to stay up at night
μπλοκ,Κολλήσει,εμποδίζω,φράζω (πάνω),πνίγω,απόφραξη,Θρόμβος,συσσωρεύω,φράγμα,συμπληρώνω
ανοίγω,σαφής,ανασκάπτω,δωρεάν,κούφιο (μέσα),σκαλίζω (έξω),ξεβιδώνω,άδειος,ανοίγω,ξεμπλοκάρω
stop (over) => στάση (διανυκτέρευση), stop (by) => στάση (σε), stop (by or in) => σταμάτα (σε ή μέσα), stoops => σκάλες, stooping (to) => Κάμψη,