Greek Meaning of stopple
πώμα
Other Greek words related to πώμα
Nearest Words of stopple
- stops => σταματά
- stopwatch => Χρονόμετρο
- storage => αποθήκευση
- storage allocation => εκχώρηση αποθηκευτικού χώρου
- storage area => Περιοχή αποθήκευσης
- storage battery => Μπαταρία
- storage cell => Κύτταρο αποθήκευσης
- storage device => Συσκευή αποθήκευσης
- storage locker => ντουλάπι αποθήκευσης
- storage medium => μέσο αποθήκευσης
Definitions and Meaning of stopple in English
stopple (n)
blockage consisting of an object designed to fill a hole tightly
stopple (v)
close or secure with or as if with a stopper
FAQs About the word stopple
πώμα
blockage consisting of an object designed to fill a hole tightly, close or secure with or as if with a stopper
φελλός,Κολλήσει,φράζω (πάνω),σταματήσει (επάνω),μπλοκ,τάπα,πνίγω,απόφραξη,φράγμα,συμπληρώνω
σαφής,δωρεάν,κούφιο (μέσα),ανοίγω,ανασκάπτω,σκαλίζω (έξω),ξεμπλοκάρω,ξεβουλώνω,ξεβιδώνω,σταματάω
stopping point => στάση, stopping => στάση, stoppered => σταματημένη, stopper knot => Κόμπος στοπερ, stopper => Σταμάτημα,