Greek Meaning of stopped-up
φραγμένο
Other Greek words related to φραγμένο
Nearest Words of stopped-up
Definitions and Meaning of stopped-up in English
FAQs About the word stopped-up
φραγμένο
αποκλεισμένο,συνωστισμένος,βουλωμένο (πάνω),πνιγμένος,βουλωμένο,Κλειστό,φράχθηκε,απροσπέλαστος,εμπόδισαν,Γεμιστό
σαφής,ξεκαθαρισμένο,δωρεάν,πλωτός,Διαπραγματεύσιμο,ανοιχτό,ικανοποιητικός,ανεμπόδιστος,ασταμάτητος,Ξεβουλωμένο
stopped up => Φραγμένο, stopped => σταμάτησε, stoppard => Στόπαρντ, stoppage => διακοπή, stoppable => εμποδίσιμος,