FAQs About the word stopped-up

φραγμένο

αποκλεισμένο,συνωστισμένος,βουλωμένο (πάνω),πνιγμένος,βουλωμένο,Κλειστό,φράχθηκε,απροσπέλαστος,εμπόδισαν,Γεμιστό

σαφής,ξεκαθαρισμένο,δωρεάν,πλωτός,Διαπραγματεύσιμο,ανοιχτό,ικανοποιητικός,ανεμπόδιστος,ασταμάτητος,Ξεβουλωμένο

stopped up => Φραγμένο, stopped => σταμάτησε, stoppard => Στόπαρντ, stoppage => διακοπή, stoppable => εμποδίσιμος,