Greek Meaning of stoppable

εμποδίσιμος

Other Greek words related to εμποδίσιμος

Definitions and Meaning of stoppable in English

Wordnet

stoppable (a)

capable of being stopped

FAQs About the word stoppable

εμποδίσιμος

capable of being stopped

σταματάω,τέλος,σταματώ,παραιτούμαι,Σπάω,σπάω,χωρισμός,μπορώ,έλεγχος,Συμπεραίνουμε

συνεχίζω,προχωρώ,πρόοδος,Συνέχισε,Συνεχίζω,Πρόοδος,τρέχω,ενεργοποιώ,οδήγηση,προωθώ

stop-over => Ενδιάμεσος σταθμός, stopover => Στάση, stop-loss order => Εντολή διακοπής ζημίας, stoplight => φανάρι, stopgap => Προσωρινό μέτρο,