FAQs About the word stop watch

Χρονόμετρο

a timepiece that can be started or stopped for exact timing (as of a race)

Χρονογράφος,ηλιακό ρολόι,ξυπνητήρι,Χρονόμετρο,κλεψύδρα,Ρολόι,Παλιό ρολόι,Κλεψύδρα,κλεψύδρα,μηχανή σήμανσης χρόνου

No antonyms found.

stop up => βουλώνω, stop press => Τελευταία νέα, stop payment => Αναστολή πληρωμής, stop over => Ενδιάμεσος σταθμός, stop order => εντολή διακοπής,