Greek Meaning of stops
σταματά
Other Greek words related to σταματά
- παραιτείται
- σταματά
- τέλη
- σταματά
- καθυστερήσεις
- τετράγωνα
- διαλείμματα
- διακόπτει
- σπάει
- κονσέρβες
- επιταγές
- ολοκληρώνει
- καταλήγει
- κόβει
- κόβει
- (για) παύει/διακόπτει (από)
- διακόπτει
- σταγόνες
- τελειώνει
- παραδίδει
- έχει ολοκληρώσει με
- κόβει
- απολύει
- αφήνει
- _(packs (up or in))_ συσκευάζει
- παύσεις
- κλείνει
- αναστέλλει
- φρένα
- μένει
- καταργεί
- διακόπτει
- ακυρώνει
- Συλλήψεις
- αποκλεισμοί
- κλήσεις
- αυστηροποιεί
- Κλείνει (κάτω)
- φράγματα
- απενεργοποιεί
- Καταστρέφει
- καταστρέφει
- Κατέχει
- διαλύεται
- εμποδίζει
- Κρατάει
- κρατάει πίσω
- εμποδίζει
- δυσκολεύει
- Εμποδίζει
- βάζει το kibosh σε
- Χαλινάρια (σε)
- ερείπια
- φινιστρίνια
- σβήνει
- κολοκύθες
- καταπνίγει
- γραμματόσημα
- Σταθεροποιεί
- μίσχοι
- ακροβατικά
- καταστέλλει
- επιστρέφει
Nearest Words of stops
- stopwatch => Χρονόμετρο
- storage => αποθήκευση
- storage allocation => εκχώρηση αποθηκευτικού χώρου
- storage area => Περιοχή αποθήκευσης
- storage battery => Μπαταρία
- storage cell => Κύτταρο αποθήκευσης
- storage device => Συσκευή αποθήκευσης
- storage locker => ντουλάπι αποθήκευσης
- storage medium => μέσο αποθήκευσης
- storage ring => Δακτύλιος αποθήκευσης
Definitions and Meaning of stops in English
stops (n)
a gambling card game in which chips are placed on the ace and king and queen and jack of separate suits (taken from a separate deck); a player plays the lowest card of a suit in his hand and successively higher cards are played until the sequence stops; the player who plays a card matching one in the layout wins all the chips on that card
FAQs About the word stops
σταματά
a gambling card game in which chips are placed on the ace and king and queen and jack of separate suits (taken from a separate deck); a player plays the lowest
παραιτείται,σταματά,τέλη,σταματά,καθυστερήσεις,τετράγωνα,διαλείμματα,διακόπτει,σπάει,κονσέρβες
έσοδα,συνεχίζεται,προοδεύει,προόδους,συνεχίζει,οδήγησης,συνομιλεί,λειτουργεί με,ενεργοποιεί,ακολουθεί (με)
stopple => πώμα, stopping point => στάση, stopping => στάση, stoppered => σταματημένη, stopper knot => Κόμπος στοπερ,