Greek Meaning of shuts off
κλείνει
Other Greek words related to κλείνει
- παραιτείται
- σταματά
- διακόπτει
- σταματά
- κόβει
- κόβει
- τέλη
- σταματά
- κόβει
- απολύει
- καθυστερήσεις
- διαλείμματα
- σπάει
- κονσέρβες
- Κλείνει (κάτω)
- καταλήγει
- (για) παύει/διακόπτει (από)
- διακόπτει
- σταγόνες
- τελειώνει
- παραδίδει
- έχει ολοκληρώσει με
- αφήνει
- _(packs (up or in))_ συσκευάζει
- βάζει το kibosh σε
- αναστέλλει
- φρένα
- μένει
- καταργεί
- διακόπτει
- Συλλήψεις
- τετράγωνα
- κλήσεις
- επιταγές
- αυστηροποιεί
- ολοκληρώνει
- φράγματα
- απενεργοποιεί
- Καταστρέφει
- καταστρέφει
- Κατέχει
- διαλύεται
- εμποδίζει
- Κρατάει
- κρατάει πίσω
- εμποδίζει
- δυσκολεύει
- Εμποδίζει
- παύσεις
- Χαλινάρια (σε)
- ερείπια
- φινιστρίνια
- κολοκύθες
- καταπνίγει
- γραμματόσημα
- μίσχοι
- ακροβατικά
- καταστέλλει
- επιστρέφει
Nearest Words of shuts off
- shuts out => αποκλείει
- shutting (in or up) => κλείσιμο (μέσα ή πάνω)
- shutting (up) => κλείνοντας (πάνω)
- shutting off => απενεργοποίηση
- shutting out => αποκλεισμός
- shutting up => σωπαίνει
- shy (from or away from) => ντροπαλός (από ή μακριά από)
- shying (from or away from) => Ντροπαλός (από ή μακριά από)
- siblings => αδέλφια
- sibyls => Σίβυλλες
Definitions and Meaning of shuts off in English
shuts off
to stop the operation of (something, such as a machine), stoppage, interruption, something that shuts off, something (such as a valve) that shuts off, to stop the flow of, to cut off (a flow or passage), to stop the operation of, to make or keep separate, to close off, to cease operating, an instance of shutting off
FAQs About the word shuts off
κλείνει
to stop the operation of (something, such as a machine), stoppage, interruption, something that shuts off, something (such as a valve) that shuts off, to stop t
παραιτείται,σταματά,διακόπτει,σταματά,κόβει,κόβει,τέλη,σταματά,κόβει,απολύει
έσοδα,προόδους,συνεχίζει,συνεχίζεται,προοδεύει,λειτουργεί με,οδήγησης,ακολουθεί (με),συνομιλεί,ανακατεύει
shutouts => αποκλεισμοί, shutoff => διακοπή, shutes => τσουλήθρες, shutdowns => κλεισίματα, shut (up) => Σκάσε,