FAQs About the word shushing

Σσσ

to urge to be quiet

σσσ,σίγαση,κατευναστικός,κατακάθιση,σιωπηρή,κατάσβεση,καταστολή,ηρεμηστικό,σωπαίνει,καταπιεστικός

Ανάδευση,αναστάτωση

shunpikes => χωματόδρομοι, shunpike => παράκαμψη, shul => συναγωγή, shuffling (out of) => Συρσίματος (από), shuffles => Ανακατεύει,