FAQs About the word shut (in or up)

κλείνω (μέσα ή επάνω)

μπουκάλι (πάνω),περιέχει,Αναχαιτίζω

ρέψιμο,εξεμώ,εκτινάσσω,έκρηξη,εκβάλλω,τζετ,χύνω,εμέω,Βρύση,ώθηση

shushing => Σσσ, shunpikes => χωματόδρομοι, shunpike => παράκαμψη, shul => συναγωγή, shuffling (out of) => Συρσίματος (από),