Greek Meaning of shuffled (out of)

ανακατεύτηκε (εκτός)

Other Greek words related to ανακατεύτηκε (εκτός)

Definitions and Meaning of shuffled (out of) in English

shuffled (out of)

No definition found for this word.

FAQs About the word shuffled (out of)

ανακατεύτηκε (εκτός)

Απέφευξε,δραπέτευσε,αποφεύγω,εκτροπή,αποφύγω,απέφυγε,απέφυγε,αποφεύγει,γύρισε,κρατήθηκε μακριά από

αποδεκτό,αγκαλιάστηκε,καταδιωκόμενος,sought,καλωσόρισε,πιάστηκε,συμφωνημένο,πραγματοποιήθηκαν,έτρεχε από πίσω της

shuffle (out of) => (εκτός) ανάμειξη, shudders => ρίγη, shucks (off) => shucks (απο), shucking (off) => απόρριψη, shucked (off) => ξεφλουδισμένος (απορριφθείς),