Greek Meaning of prevented
εμπόδισε
Other Greek words related to εμπόδισε
- Εξαιρούμενος
- σταμάτησε
- καταπιεσμένη
- αποκλείστηκε
- αποκλεισμένο
- απαγορεύεται
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- απορριφθείς
- απορριπτόμενος
- καταπιεσμένος
- ακυρώθηκε
- αποκλείω
- άσκησε βέτο
- αποδοκιμασμένος
- αποθαρρυμένος
- παράνομος
- παράνομος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- αξιόμεμπτος
- εμπόδισαν
- μη εξουσιοδοτημένος
- παράνομος
- μη εγκεκριμένο
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- αποκλείστηκε
- αποδεκτός
- αποδεκτό
- επιτρεπόμενο
- επιτρεπόμενο
- κατάλληλος
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενέκρινε
- υποφερτός
- νόμιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- αδειοδοτημένος
- εντάξει
- επιτρεπτός
- επιτρεπτικό
- επιτρεπτός
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενθάρρυνε
- χορηγήθηκε
- εγκεκριμένος
- Υποχρεωτικό
- εντάξει
- κατάλληλος
- απαιτούμενο
- κυρώσεις
- ανεκτός
- κατάλληλος
- υποστηριζόμενος
- vouchsafed
- εγγυημένος
- διέταξε
- προαγόμενος
- παραχωρημένο
- ανεχόμενος
- παραγγελθέντα
- πρέπουσα
- ανεκτή
- αναντίρρητος
- Αντιληπτό
- ανέχθηκε
Nearest Words of prevented
- preventability => προληπτικότητα
- prevarications => παρεξηγήσεις
- prevaricating => αμφιλεγόμενος
- prevaricated => ψεύδεσθαι
- prevailing (upon) => επικρατών (σε)
- prevailing (over) => κυρίαρχος
- prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί)
- prevailed (upon) => επικρατούσε (σε)
- prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από)
- prevailed (on or upon) => επικράτησε (επί ή επί)
Definitions and Meaning of prevented in English
prevented
to meet or satisfy in advance, to go or arrive before, to keep from happening, to interpose an obstacle, to keep from happening or existing, to act ahead of, to be in readiness for (something, such as an occasion), to deprive of power or hope of acting or succeeding, to hold or keep back
FAQs About the word prevented
εμπόδισε
to meet or satisfy in advance, to go or arrive before, to keep from happening, to interpose an obstacle, to keep from happening or existing, to act ahead of, to
Εξαιρούμενος,σταμάτησε,καταπιεσμένη,αποκλείστηκε,αποκλεισμένο,απαγορεύεται,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,απορριφθείς,απορριπτόμενος
αποδεκτός,αποδεκτό,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ανεκτός,πιστοποιημένο,ενέκρινε
preventability => προληπτικότητα, prevarications => παρεξηγήσεις, prevaricating => αμφιλεγόμενος, prevaricated => ψεύδεσθαι, prevailing (upon) => επικρατών (σε),