Greek Meaning of granted

χορηγήθηκε

Other Greek words related to χορηγήθηκε

Definitions and Meaning of granted in English

Wordnet

granted (s)

acknowledged as a supposition

Webster

granted (imp. & p. p.)

of Grant

FAQs About the word granted

χορηγήθηκε

acknowledged as a suppositionof Grant

αποδεκτό,δεδομένος,αναμφισβήτητος,αναμφισβήτητος,αναμφισβήτητο,φαινομενικός,εμφανής,αδιαμφισβήτητο,αδιαμφισβήτητος,φανερός

αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμο,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,προβληματικός,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος

grantable => παραχωρήσιμος, grant wood => Γκραντ Γουντ, grant => επιχορήγηση, granolithic => Γρανιτολιθικός, granola bar => Μπάρα γκρανόλα,