Greek Meaning of grantable
παραχωρήσιμος
Other Greek words related to παραχωρήσιμος
Nearest Words of grantable
Definitions and Meaning of grantable in English
grantable (a.)
Capable of being granted.
FAQs About the word grantable
παραχωρήσιμος
Capable of being granted.
διανομή,ιδιοποίηση,βοήθεια,επιδότηση,βοήθεια,κατανομή,επίδομα,ετήσια παροχή,προίκισμα,δικαίωμα
αρνούμαι,Αντιφάσκεται,κάλυμμα (πάνω),απαγορεύω,αρνούμαι,αποκήρυξη,διαμάχη,αρνούμαι,αρνητικός,αντικρούω
grant wood => Γκραντ Γουντ, grant => επιχορήγηση, granolithic => Γρανιτολιθικός, granola bar => Μπάρα γκρανόλα, granola => γκρανόλα,