Greek Meaning of foreign aid
ξένη βοήθεια
Other Greek words related to ξένη βοήθεια
Nearest Words of foreign aid
- foreign bill => Ξένο γραμμάτιο
- foreign correspondent => Ανταποκριτής εξωτερικού
- foreign country => Ξένη χώρα
- foreign direct investment => Άμεσες ξένες επενδύσεις
- foreign draft => ξένο γραμμάτιο
- foreign exchange => Συνάλλαγμα
- foreign intelligence service => Ξένη υπηρεσία πληροφοριών
- foreign intelligence surveillance act => Νόμος για την εποπτεία των ξένων υπηρεσιών πληροφοριών
- foreign intelligence surveillance court => Δικαστήριο Επιτήρησης Εξωτερικής Πληροφορίας
- foreign legion => ξένη λεγεώνα
Definitions and Meaning of foreign aid in English
foreign aid (n)
aid (such as economic or military assistance) provided to one nation by another
FAQs About the word foreign aid
ξένη βοήθεια
aid (such as economic or military assistance) provided to one nation by another
βοήθεια,Ενισχύσεις από το κράτος,πρόοδος,βοήθεια,όφελος,Ενοποίηση των επιχορηγήσεων,ανάγλυφο<br>,trust fund,κατανομή,επίδομα
No antonyms found.
foreign agent => Ξένος πράκτορας, foreign => ξένος, forehook => πλώρη, foreholding => προσωρινή κράτηση, forehold => πλώρη,