Greek Meaning of granter

χορηγός

Other Greek words related to χορηγός

Definitions and Meaning of granter in English

Wordnet

granter (n)

a person who grants or gives something

Webster

granter (n.)

One who grants.

FAQs About the word granter

χορηγός

a person who grants or gives somethingOne who grants.

διανομή,ιδιοποίηση,βοήθεια,επιδότηση,βοήθεια,κατανομή,επίδομα,ετήσια παροχή,προίκισμα,δικαίωμα

αρνούμαι,Αντιφάσκεται,κάλυμμα (πάνω),απαγορεύω,αρνούμαι,αποκήρυξη,διαμάχη,αρνούμαι,αρνητικός,αντικρούω

grantee => δικαιούχος, granted => χορηγήθηκε, grantable => παραχωρήσιμος, grant wood => Γκραντ Γουντ, grant => επιχορήγηση,