Greek Meaning of axiomatic

αξιωματικός

Other Greek words related to αξιωματικός

Definitions and Meaning of axiomatic in English

Wordnet

axiomatic (s)

evident without proof or argument

Wordnet

axiomatic (a)

containing aphorisms or maxims

of or relating to or derived from axioms

Webster

axiomatic (a.)

Alt. of Axiomatical

FAQs About the word axiomatic

αξιωματικός

evident without proof or argument, containing aphorisms or maxims, of or relating to or derived from axiomsAlt. of Axiomatical

φαινομενικός,εμφανής,προφανής,εκ πρώτης όψεως,αυτοφανής,αδιαμφισβήτητος,σαφής,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος

αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμο,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,προβληματικός,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος

axiom => Αξίωμα, axiology => αξιoλογία, axiological => αξιολογικός, axinomancy => axinomancy, axinite => Αξινίτης,