Greek Meaning of contestable

αμφισβητήσιμο

Other Greek words related to αμφισβητήσιμο

Definitions and Meaning of contestable in English

Wordnet

contestable (a)

capable of being contested

FAQs About the word contestable

αμφισβητήσιμο

capable of being contested

αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητήσιμος,προβληματικός,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφίβολος

αξιωματικός,εκ πρώτης όψεως,αυτοφανής,φαινομενικός,σαφής,εμφανής,φανερός,προφανής,απλός,αυτοεξηγούμενο

contest => διαγωνισμός, contes => ιστορίες, conterminous => συνορεύων, contents => περιεχόμενα, contentment => ικανοποίηση,