Greek Meaning of contextual

εννοιολογικός

Other Greek words related to εννοιολογικός

Definitions and Meaning of contextual in English

Wordnet

contextual (a)

relating to or determined by or in context

FAQs About the word contextual

εννοιολογικός

relating to or determined by or in context

ατμόσφαιρα,κλίμα,περιβάλλον,περίχωρα,περιβάλλει,το περιβάλλον,περιβαλλοντικό,σκηνικό,κλίμα,συνοχή

No antonyms found.

context of use => Πλαίσιο χρήσης, context => πλαίσιο, contester => αντίπαλος, contestee => αμφισβητίας, contested => αμφισβητούμενος,