Greek Meaning of contiguousness
συνέχεια
Other Greek words related to συνέχεια
- παρακείμενος
- γειτονικός
- γειτονικός
- όμορος
- Επισυναπτόμενος
- συνοριακός
- κοντά
- Κοντινότερο
- συνορεύων
- Πλευρικός
- ένταξη
- παρατεθειμένος
- πλησιέστερος
- συγκινητικός
- ενωμένος
- περιβαλλοντικό
- κατά προσέγγιση
- οριοθέτηση
- γύρω
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- Αγκαλιάζει
- περικύκλωση
- περικλείω
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- FLUSH
- κρόσσια
- άμεσος
- επισυνάπτω
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- περιθωριακός
- κοντά
- κοντά
- δίπλα
- νύχτα
- περιφερικός
- χαμηλότερα πατώματος
- περιβάλλον
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- συνομόρος
- συνδεόμενο
- διασυνδεόμενος
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- μη συνδεδεμένος
- μη συνεχόμενος
- μακριά
- αποσυνδεδεμένο
- διακοπτόμενος
- μακρινό
- διαιρεμένος
- μακριά
- πιο μακριά
- απομονώνω
- Μη συνεχής
- απομακρυσμένος
- αφαιρέθηκε
- ανεξάρτητος
- αυτόνομος
- Άσχετος
- δυσλειτουργικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- μακριά
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- απομακρυσμένο
- σπασμένος
Nearest Words of contiguousness
- continence => Εγκράτεια
- continency => Αποχή
- continent => ήπειρος
- continental => ηπειρωτικός
- continental army => Ηπειρωτικός Στρατός
- continental breakfast => Κοντινένταλ πρωινό
- continental congress => Ηπειρωτικό Κογκρέσο
- continental divide => ηπειρωτικός υδροκρίτης
- continental drift => Ηπειρωτική μετατόπιση
- continental drive => Τεκτονική πλακών
Definitions and Meaning of contiguousness in English
contiguousness (n)
the attribute of being so near as to be touching
FAQs About the word contiguousness
συνέχεια
the attribute of being so near as to be touching
παρακείμενος,γειτονικός,γειτονικός,όμορος,Επισυναπτόμενος,συνοριακός,κοντά,Κοντινότερο,συνορεύων,Πλευρικός
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,απομονωμένος,Μη γειτονικός,ξεχωριστό,ανύπαντρος,μη συνδεδεμένος,μη συνεχόμενος,μακριά,αποσυνδεδεμένο
contiguous => Συνεχής, contiguity => συνέχεια, contextually => με βάση το συμφραζόμενο, contextualism => πλαισιοκρατία, contextual definition => Συμφραζόμενη ορισμός,