Greek Meaning of circumjacent

γύρω

Other Greek words related to γύρω

Definitions and Meaning of circumjacent in English

Webster

circumjacent (a.)

Lying round; bordering on every side.

FAQs About the word circumjacent

γύρω

Lying round; bordering on every side.

Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,περικλείω,επισυνάπτω,προσχώρησε,περιθωριακός,περιφερικός

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος

circumjacence => περίγυρος, circumgyre => circumgyre, circumgyratory => κυκλικός, circumgyration => Περιστροφή, circumgyrate => περιστρέφω,