Greek Meaning of inclosing

επισυνάπτω

Other Greek words related to επισυνάπτω

Definitions and Meaning of inclosing in English

Webster

inclosing (p. pr. & vb. n.)

of Inclose

FAQs About the word inclosing

επισυνάπτω

of Inclose

Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,προσχώρησε,συνδεδεμένος,περιβάλλον,συνδεόμενο

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,αφαιρέθηκε,ξεχωριστό,ανύπαντρος,ανεξάρτητος

incloser => περίφραξη, inclosed => επισυναπτόμενο, inclose => περικλείω, incloister => μοναχέψω, inclip => Εγκλί,