Greek Meaning of inclosing
επισυνάπτω
Other Greek words related to επισυνάπτω
- Επισυναπτόμενος
- οριοθέτηση
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- Αγκαλιάζει
- περικύκλωση
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- περιβάλλον
- συνδεόμενο
- παρακείμενος
- γειτονικός
- κατά προσέγγιση
- γύρω
- Κοντινότερο
- Συνεχής
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- ένταξη
- περιθωριακός
- κοντά
- κοντά
- πλησιέστερος
- δίπλα
- περιφερικός
- χείλος
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- ενωμένος
- διασυνδεόμενος
- όμορος
- περιβαλλοντικό
- συνοριακός
- κοντά
- συνορεύων
- Πλευρικός
- FLUSH
- κρόσσια
- άμεσος
- παρατεθειμένος
- γειτονικός
- νύχτα
- χαμηλότερα πατώματος
- συγκινητικός
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- αφαιρέθηκε
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- μακρινό
- διαιρεμένος
- μακριά
- πιο μακριά
- απομακρυσμένος
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- Άσχετος
- δυσλειτουργικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- μακριά
- Μη συνεχής
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- απομακρυσμένο
- σπασμένος
- διασπασμένος
Nearest Words of inclosing
- inclosure => επισυναπτόμενο
- incloud => Δεν συμπεριλαμβάνεται
- include => περιλαμβάνω
- included => συμπεριλαμβανομένης
- includible => Ενσωματώσιμο
- including => συμπεριλαμβανομένων
- inclusa => inclusa
- inclusion => ένταξη
- inclusion body => Σώματα εγκλεισμάτων
- inclusion body encephalitis => Εγκεφαλίτιδα με κυτταροπλασματικά σωμάτια εγκλεισμάτων
Definitions and Meaning of inclosing in English
inclosing (p. pr. & vb. n.)
of Inclose
FAQs About the word inclosing
επισυνάπτω
of Inclose
Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,προσχώρησε,συνδεδεμένος,περιβάλλον,συνδεόμενο
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,αφαιρέθηκε,ξεχωριστό,ανύπαντρος,ανεξάρτητος
incloser => περίφραξη, inclosed => επισυναπτόμενο, inclose => περικλείω, incloister => μοναχέψω, inclip => Εγκλί,