Greek Meaning of includible

Ενσωματώσιμο

Other Greek words related to Ενσωματώσιμο

Definitions and Meaning of includible in English

Webster

includible (a.)

Capable of being included.

FAQs About the word includible

Ενσωματώσιμο

Capable of being included.

μεταφέρω,περιέχει,περιλαμβάνω,συνεπάγεσθαι,κατανοώ,συμπεριλαμβάνουν,αγκαλιάζω,αριθμός,Ενσωματώνω,παίρνω

εξαιρείς,αφήνω (έξω),παραλείπω,αποκλείω,αποτρέπω,απαγορεύω,απαγόρευση,μπάρα,αρνούμαι,εξαλείφω

included => συμπεριλαμβανομένης, include => περιλαμβάνω, incloud => Δεν συμπεριλαμβάνεται, inclosure => επισυναπτόμενο, inclosing => επισυνάπτω,