Greek Meaning of encompassing
ολοκληρωμένος
Other Greek words related to ολοκληρωμένος
Nearest Words of encompassing
Definitions and Meaning of encompassing in English
encompassing (s)
broad in scope or content
closely encircling
encompassing (p. pr. & vb. n.)
of Encompass
FAQs About the word encompassing
ολοκληρωμένος
broad in scope or content, closely encirclingof Encompass
ολοσυμπεριλαμβανόμενο,ολοκληρωμένο,ολιστικός,ολοκλήρωμα,συνολικά,πανοραμικός,συνολικό,ολοκληρωτικός,περιεκτικός,ευέλικτος
ατελής,περιορισμένος,στενός,μερικός,επιλεκτικός,συγκεκριμένος,περιορισμένος,τμηματικός
encompassed => περιελάμβανε, encompass => περιλαμβάνω, encomiums => επαίνους, encomium => Εγκώμιο, encomion => εγκώμιο,