Greek Meaning of all-encompassing
περιεκτικός
Other Greek words related to περιεκτικός
Nearest Words of all-encompassing
Definitions and Meaning of all-encompassing in English
all-encompassing (s)
broad in scope or content
FAQs About the word all-encompassing
περιεκτικός
broad in scope or content
ολοσυμπεριλαμβανόμενο,ευέλικτος,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένος,ολιστικός,πανταχού παρών (pantachou parón),πανοραμικός,διάχυτος,πανταχού παρών,κουβέρτα
περιορισμένος,Τοπικός,στενός,ιδιαίτερο,ιδιαίτερος,συγκεκριμένος,περιορισμένος,επιλεκτικός
allenarly => Μόνο, allen wrench => εξάγωνο κλειδί, allen tate => Άλεν Τέιτ, allen stewart konigsberg => Άλεν Στιούαρτ Κόνικσμπεργκ, allen screw => Εξάγωνο κλειδί,