FAQs About the word holistic

ολιστικός

emphasizing the organic or functional relation between parts and the whole

ολοσυμπεριλαμβανόμενο,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένος,ολοκλήρωμα,συνολικά,πανοραμικός,συνολικό,ευέλικτος,Ευρύς,παγκόσμιος

ατελής,περιορισμένος,στενός,μερικός,επιλεκτικός,συγκεκριμένος,περιορισμένος,τμηματικός

holism => ολισμός, holing => τρύπημα, holiness => αγιότητα, holily => αγία, holier-than-thou => καθωφόρος,