Greek Meaning of all-pervasive

πανταχού παρών

Other Greek words related to πανταχού παρών

Definitions and Meaning of all-pervasive in English

all-pervasive

spread throughout and affecting all parts of something

FAQs About the word all-pervasive

πανταχού παρών

spread throughout and affecting all parts of something

πανταχού παρών (pantachou parón),διάχυτος,περιεκτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,ευέλικτος,ολιστικός,πανταχού παρών,κουβέρτα,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος

περιορισμένος,Τοπικός,ιδιαίτερο,ιδιαίτερος,συγκεκριμένος,στενός,περιορισμένος,επιλεκτικός

alloys => κράματα, allowing (for) => επιτρέποντας (για), allowed (for) => επιτρέπονται (για), allowances => επιδόματα, allow (for) => επιτρέπω (για),