Greek Meaning of overarching
υπερκείμενος
Other Greek words related to υπερκείμενος
- Ευρύς
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γενικός
- γενικό
- συνολικά
- πανταχού παρών
- ευρύ
- ευρέως διαδεδομένος
- ολοκληρωτικός
- κουβέρτα
- πλατύ πινέλο
- φαρδύς δρόμος
- πλατύς
- ευρείας κλίμακας
- συλλογικός
- κοινός
- ολοκληρωμένο
- γεμάτος
- παγκόσμιος
- Συμπεριληπτική
- διάχυτος
- σάρωση
- καθολικός
- χονδρική
- διάφορος
- σύνολο
- πλανητικός
- ολομέλεια
- παγκόσμιος
Nearest Words of overarching
Definitions and Meaning of overarching in English
overarching
dominating or embracing all else, forming an arch overhead
FAQs About the word overarching
υπερκείμενος
dominating or embracing all else, forming an arch overhead
Ευρύς,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γενικός,γενικό,συνολικά,πανταχού παρών,ευρύ,ευρέως διαδεδομένος,ολοκληρωτικός
συνιστώσα,διμοιρίας,αποσπασματικό,Τοπικός,μερικός,ιδιαίτερο,περιφερειακός,συστατικό,άτομο,τοπικοποιημένο
overambitiousness => Υπερβολική φιλοδοξία, overages => υπερβάσεις, overacted => Υπερβολικός, overabundances => αφθονία, over with => τελείωσε με,