Greek Meaning of worldwide

παγκόσμιος

Other Greek words related to παγκόσμιος

Definitions and Meaning of worldwide in English

Wordnet

worldwide (s)

spanning or extending throughout the entire world

involving the entire earth; not limited or provincial in scope

of worldwide scope or applicability

FAQs About the word worldwide

παγκόσμιος

spanning or extending throughout the entire world, involving the entire earth; not limited or provincial in scope, of worldwide scope or applicability

γενικός,παγκόσμιος,ευρύ,ευρέως διαδεδομένος,κουβέρτα,Ευρύς,συλλογικός,εκτεταμένος,γενικό,συνολικά

Τοπικός,τοπικοποιημένο,περιφερειακός,συνιστώσα,άτομο,μερικός,ιδιαίτερο,τομεακός,συστατικό,εγκάρσιος

world-weary => κοσμοκαμωμένος, world-weariness => παγκόσμια απαισιοδοξία, world-shattering => συγκλονιστικός, world-shaking => συνταρακτικός, worldly-wise => Έμπειρος,