Greek Meaning of world-weary
κοσμοκαμωμένος
Other Greek words related to κοσμοκαμωμένος
- αδιάφορος
- αηδιασμένος
- εκνευρισμένος
- απογοητευμένος
- ερεθισμένος
- ενοχλημένος
- ρυθμός
- καμμένος έξω
- εξουθενωμένος
- απογοητευμένος
- Αποθαρρυμένος
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- Κουρασμένος
- ναυτία
- απωθημένος
- αδιάφορος
- βαρετό
- εξαντλημένος
- αποθαρρυμένος
- αδιάφορος
- απογοητευμένος
- Μπουχτισμένος
- κουρασμένος
- κουτσός
- έπαιξε
- χορτάτος
- χορτασμένος
- άρρωστος, -η, -ο
- κουρασμένος
- αδιάφορος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- Φθαρμένος
- γινόμενο
- σκασμένος και κουρασμένος
- χορτάτος
- εξαντλημένος
- απορροφάται
- διασκεδασμένος
- κινούμενη
- ενεργοποιημένος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- ενθουσιασμένος
- γαλβανισμένο
- ενδιαφέρομαι
- περιέργως
- αναζωογονημένο
- ενθουσιασμένος
- διεγερμένος
- αναζωογονημένο
- γοητευμένος
- γοητευμένος
- ζωογονημένος
- κατενθουσιασμένος
- γοητευμένος
- υπνωτισμένος
- Γοητευμένος
- μαγεμένος
- αιχμάλωτος
- Χαρούμενος
- διασκεδασμένος
- μαγεμένος
- χαρούμενος
Nearest Words of world-weary
- world-weariness => παγκόσμια απαισιοδοξία
- world-shattering => συγκλονιστικός
- world-shaking => συνταρακτικός
- worldly-wise => Έμπειρος
- worldlywise => έμπειρος
- worldly-minded => κοσμικός
- worldly possessions => υλικά αγαθά
- worldly possession => Κοσμικά αγαθά
- worldly goods => Κοσμικά αγαθά
- worldly good => Κοσμικά αγαθά
Definitions and Meaning of world-weary in English
world-weary (s)
tired of the world
FAQs About the word world-weary
κοσμοκαμωμένος
tired of the world
αδιάφορος,αηδιασμένος,εκνευρισμένος,απογοητευμένος,ερεθισμένος,ενοχλημένος,ρυθμός,καμμένος έξω,εξουθενωμένος,απογοητευμένος
απορροφάται,διασκεδασμένος,κινούμενη,ενεργοποιημένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενδιαφέρομαι,περιέργως
world-weariness => παγκόσμια απαισιοδοξία, world-shattering => συγκλονιστικός, world-shaking => συνταρακτικός, worldly-wise => Έμπειρος, worldlywise => έμπειρος,