Greek Meaning of world-weary

κοσμοκαμωμένος

Other Greek words related to κοσμοκαμωμένος

Definitions and Meaning of world-weary in English

Wordnet

world-weary (s)

tired of the world

FAQs About the word world-weary

κοσμοκαμωμένος

tired of the world

αδιάφορος,αηδιασμένος,εκνευρισμένος,απογοητευμένος,ερεθισμένος,ενοχλημένος,ρυθμός,καμμένος έξω,εξουθενωμένος,απογοητευμένος

απορροφάται,διασκεδασμένος,κινούμενη,ενεργοποιημένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενδιαφέρομαι,περιέργως

world-weariness => παγκόσμια απαισιοδοξία, world-shattering => συγκλονιστικός, world-shaking => συνταρακτικός, worldly-wise => Έμπειρος, worldlywise => έμπειρος,