Greek Meaning of fed up
απογοητευμένος
Other Greek words related to απογοητευμένος
- βαρετό
- κουρασμένος
- σκασμένος και κουρασμένος
- ενοχλημένος
- εξαντλημένος
- απογοητευμένος
- κουρασμένος
- άρρωστος, -η, -ο
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- αδιάφορος
- ρυθμός
- εξουθενωμένος
- εξαντλημένος
- απογοητευμένος
- Αποθαρρυμένος
- αποθαρρυμένος
- αηδιασμένος
- απογοητευμένος
- αδιάφορος
- απογοητευμένος
- στραγγισμένος
- εκνευρισμένος
- Κουρασμένος
- Μπουχτισμένος
- ερεθισμένος
- κουτσός
- έπαιξε
- χορτάτος
- χορτασμένος
- αδιάφορος
- Ανέκφραστος
- γινόμενο
- χορτάτος
- εξαντλημένος
- απορροφάται
- κινούμενη
- ενεργοποιημένος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- ενθουσιασμένος
- γαλβανισμένο
- ενδιαφέρομαι
- περιέργως
- ενθουσιασμένος
- διεγερμένος
- διασκεδασμένος
- γοητευμένος
- Χαρούμενος
- γοητευμένος
- ζωογονημένος
- κατενθουσιασμένος
- αναζωογονημένο
- αναζωογονημένο
- Γοητευμένος
- μαγεμένος
- αιχμάλωτος
- διασκεδασμένος
- γοητευμένος
- υπνωτισμένος
- μαγεμένος
- χαρούμενος
- ενθουσιασμένος
Nearest Words of fed up
- tion => ίωση
- fedary => φεδαριστής
- fedayeen => φενταγίν
- fedayeen saddam => Οι fedayeen του Σαντάμ
- fedelline => φεδελίνι
- federal => ομοσπονδιακός
- federal agency => Ομοσπονδιακός οργανισμός
- federal agent => Ομοσπονδιακός πράκτορας
- federal aviation administration => Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας
- federal bureau of investigation => Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών
Definitions and Meaning of fed up in English
fed up (s)
having a strong distaste from surfeit
FAQs About the word fed up
απογοητευμένος
having a strong distaste from surfeit
βαρετό,κουρασμένος,σκασμένος και κουρασμένος,ενοχλημένος,εξαντλημένος,απογοητευμένος,κουρασμένος,άρρωστος, -η, -ο,κουρασμένος,κουρασμένος
απορροφάται,κινούμενη,ενεργοποιημένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενδιαφέρομαι,περιέργως,ενθουσιασμένος
fed => εκμεταλλευμένος, fecundity => γονιμότητα, fecundation => γονιμοποίηση, fecundating => γονιμοποιητικός, fecundated => γονιμοποιημένο,