Greek Meaning of fed up

απογοητευμένος

Other Greek words related to απογοητευμένος

Definitions and Meaning of fed up in English

Wordnet

fed up (s)

having a strong distaste from surfeit

FAQs About the word fed up

απογοητευμένος

having a strong distaste from surfeit

βαρετό,κουρασμένος,σκασμένος και κουρασμένος,ενοχλημένος,εξαντλημένος,απογοητευμένος,κουρασμένος,άρρωστος, -η, -ο,κουρασμένος,κουρασμένος

απορροφάται,κινούμενη,ενεργοποιημένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενδιαφέρομαι,περιέργως,ενθουσιασμένος

fed => εκμεταλλευμένος, fecundity => γονιμότητα, fecundation => γονιμοποίηση, fecundating => γονιμοποιητικός, fecundated => γονιμοποιημένο,