Greek Meaning of broadscale

ευρείας κλίμακας

Other Greek words related to ευρείας κλίμακας

Definitions and Meaning of broadscale in English

broadscale

broad in extent, range, or effect

FAQs About the word broadscale

ευρείας κλίμακας

broad in extent, range, or effect

Ευρύς,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γενικός,παγκόσμιος,υπερκείμενος,διάχυτος,σάρωση,πανταχού παρών,χονδρική

άτομο,ιδιαίτερο,συνιστώσα,διμοιρίας,αποσπασματικό,Τοπικός,μερικός,περιφερειακός,συστατικό,εγκάρσιος

broadminded => Ευρύχωρος, broad-gauged => πλατύς, broad-gauge => φαρδιού εύρους, broadens => διευρύνει, broadcasts => εκπομπές,