Greek Meaning of cross-sectional
εγκάρσιος
Other Greek words related to εγκάρσιος
- κουβέρτα
- Ευρύς
- κοινός
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γενικός
- γενικό
- παγκόσμιος
- συνολικά
- καθολικός
- ευρύ
- διάφορος
- σύνολο
- πλατύ πινέλο
- συλλογικός
- ολοκληρωμένο
- γεμάτος
- υπερκείμενος
- διάχυτος
- σάρωση
- πανταχού παρών
- χονδρική
- ευρέως διαδεδομένος
- ολοκληρωτικός
- φαρδύς δρόμος
- πλατύς
- ευρείας κλίμακας
- Συμπεριληπτική
- ολομέλεια
Nearest Words of cross-sectional
- cross-section => Εγκάρσια τομή
- crossruff => Σταυρωτό ρούφι
- crossroads => διασταύρωση
- crossroad => διασταύρωση
- cross-reference => Διασταυρούμενη αναφορά
- cross-refer => Διασταυρούμενη αναφορά
- cross-questioner => αντιεξεταστής
- cross-question => Εγκαρσία ανάκριση
- cross-purpose => εγκάρσια
- cross-pollination => σταυρογονιμοποίηση
Definitions and Meaning of cross-sectional in English
cross-sectional (a)
of or relating to a cross section
cross-sectional (s)
representing a plane made by cutting across something at right angles to its length
FAQs About the word cross-sectional
εγκάρσιος
of or relating to a cross section, representing a plane made by cutting across something at right angles to its length
διμοιρίας,αποσπασματικό,Τοπικός,μερικός,τομεακός,συνιστώσα,συστατικό,άτομο,τοπικοποιημένο,περιφερειακός
κουβέρτα,Ευρύς,κοινός,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γενικός,γενικό,παγκόσμιος,συνολικά,καθολικός
cross-section => Εγκάρσια τομή, crossruff => Σταυρωτό ρούφι, crossroads => διασταύρωση, crossroad => διασταύρωση, cross-reference => Διασταυρούμενη αναφορά,