Greek Meaning of cross-sectional

εγκάρσιος

Other Greek words related to εγκάρσιος

Definitions and Meaning of cross-sectional in English

Wordnet

cross-sectional (a)

of or relating to a cross section

Wordnet

cross-sectional (s)

representing a plane made by cutting across something at right angles to its length

FAQs About the word cross-sectional

εγκάρσιος

of or relating to a cross section, representing a plane made by cutting across something at right angles to its length

διμοιρίας,αποσπασματικό,Τοπικός,μερικός,τομεακός,συνιστώσα,συστατικό,άτομο,τοπικοποιημένο,περιφερειακός

κουβέρτα,Ευρύς,κοινός,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γενικός,γενικό,παγκόσμιος,συνολικά,καθολικός

cross-section => Εγκάρσια τομή, crossruff => Σταυρωτό ρούφι, crossroads => διασταύρωση, crossroad => διασταύρωση, cross-reference => Διασταυρούμενη αναφορά,