FAQs About the word holing

τρύπημα

Undercutting in a bed of coal, in order to bring down the upper mass.

διάτρηση,τρύπημα,σκουντούμπι,διάτρηση,βαρετό,Κοπή,διεισδυτικός,διάτρησης,διάτρηση,γριφώδης

γέμιση,Συνδέοντας,σφράγιση,patch

holiness => αγιότητα, holily => αγία, holier-than-thou => καθωφόρος, holidaymaker => τουρίστας, holiday season => Εορταστική περίοδος,