Greek Meaning of rimming

χείλος

Other Greek words related to χείλος

Definitions and Meaning of rimming in English

Webster

rimming (p. pr. & vb. n.)

of Rim

FAQs About the word rimming

χείλος

of Rim

οριοθέτηση,γύρω,επικοινωνία,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,περικλείω,επισυνάπτω,προσχώρησε,περιθωριακός,περιφερικός

Ξεχωριστά,μακριά,αποσπασμένος,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος

rimmer => Ζάντα, rimmed => στεφανωμένος, rimless => Χωρίς σκελετό, riming => ομοιοκαταληξία, rim-fire => περίμετρο εκπυρσοκρότηση,