Greek Meaning of contestant
διαγωνιζόμενος
Other Greek words related to διαγωνιζόμενος
Nearest Words of contestant
- contestation => Διαγωνισμός
- contested => αμφισβητούμενος
- contestee => αμφισβητίας
- contester => αντίπαλος
- context => πλαίσιο
- context of use => Πλαίσιο χρήσης
- contextual => εννοιολογικός
- contextual definition => Συμφραζόμενη ορισμός
- contextualism => πλαισιοκρατία
- contextually => με βάση το συμφραζόμενο
Definitions and Meaning of contestant in English
contestant (n)
a person who participates in competitions
a person who dissents from some established policy
FAQs About the word contestant
διαγωνιζόμενος
a person who participates in competitions, a person who dissents from some established policy
αμφισβητίας,ανταγωνιστής,Αντίπαλος,αντίπαλος,ανταγωνισμός,φιναλίστ,αντίπαλος,επίσης έτρεχε,θανάσιμος εχθρός,Αντίπαλος
μη ανταγωνιστής
contestable => αμφισβητήσιμο, contest => διαγωνισμός, contes => ιστορίες, conterminous => συνορεύων, contents => περιεχόμενα,