Greek Meaning of prevaricating

αμφιλεγόμενος

Other Greek words related to αμφιλεγόμενος

Definitions and Meaning of prevaricating in English

prevaricating

to deviate from the truth, lie entry 3 sense 1

FAQs About the word prevaricating

αμφιλεγόμενος

to deviate from the truth, lie entry 3 sense 1

ανέντιμος,λέω ψέματα,ψέμα,ψεύτης,ψευδής,προσποιούμενος,δόλιος,Αμφίβολος,αόριστος,πλανερός

άμεσο,επερχόμενο,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,απλός,αληθής,ειλικρινής,πιστευτός,ειλικρινής

prevaricated => ψεύδεσθαι, prevailing (upon) => επικρατών (σε), prevailing (over) => κυρίαρχος, prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί), prevailed (upon) => επικρατούσε (σε),