Greek Meaning of pretending
προσποίηση
Other Greek words related to προσποίηση
- μπλόφα
- προσποιούμενος
- δόλιος
- Αμφίβολος
- Ανανδρος
- πόζα
- απίστευτος
- αναξιόπιστος
- Αδίστακτος
- αναξιόπιστος
- υποκριτής
- επινοητικός
- Δολερός
- Παραπλανητικός
- ύπουλος
- αόριστος
- ψέμα
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- πανούργος
- ύπουλος
- ύπουλος
- δύσκολος
- αναξιόπιστος
- Δόλιος.
- ψευδές
- πονηρός
- ανέντιμος
- πλανερός
- λέω ψέματα
- ψεύτης
- ψευδής
- ΨΕΥΔΕΣ
- αμφιλεγόμενος
Nearest Words of pretending
Definitions and Meaning of pretending in English
pretending (n)
the act of giving a false appearance
FAQs About the word pretending
προσποίηση
the act of giving a false appearance
μπλόφα,προσποιούμενος,δόλιος,Αμφίβολος,Ανανδρος,πόζα,απίστευτος,αναξιόπιστος,Αδίστακτος,αναξιόπιστος
άμεσο,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,αληθής,ειλικρινής,πιστευτός,ειλικρινής,Αξιόπιστος,επερχόμενο
pretender => προσποιητής, pretended => προσποιημένος, pretend => προσποιούμαι, pretence => Πρόφαση, preteenager => προεφηβεία,