Greek Meaning of pretending

προσποίηση

Other Greek words related to προσποίηση

Definitions and Meaning of pretending in English

Wordnet

pretending (n)

the act of giving a false appearance

FAQs About the word pretending

προσποίηση

the act of giving a false appearance

μπλόφα,προσποιούμενος,δόλιος,Αμφίβολος,Ανανδρος,πόζα,απίστευτος,αναξιόπιστος,Αδίστακτος,αναξιόπιστος

άμεσο,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,αληθής,ειλικρινής,πιστευτός,ειλικρινής,Αξιόπιστος,επερχόμενο

pretender => προσποιητής, pretended => προσποιημένος, pretend => προσποιούμαι, pretence => Πρόφαση, preteenager => προεφηβεία,