Greek Meaning of settling
κατακάθιση
Other Greek words related to κατακάθιση
- καταπραϋντικός
- ελπιδοφόρος
- χαλαρωτικό
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- κατευναστικός
- αναλγητικό
- αναισθητικό
- μουδιαστικό
- νεκρωτικό
- αντικαταθλιπτικό
- βαρετός
- μουδιαστικό
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- ηρεμιστικό
- υπνηλία
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
- αναισθητικό
- Υπνηλία
- υπνωτικός
- υπνωτιστικό
- υπνωτιστικός
- νυσταγμένος
- υπνηλός
- υπνωτικός
- υπνηλίας
- υπνωτικό
- καταπληκτικός
Nearest Words of settling
Definitions and Meaning of settling in English
settling (n)
a gradual sinking to a lower level
settling (p. pr. & vb. n.)
of Settle
settling (n.)
The act of one who, or that which, settles; the act of establishing one's self, of colonizing, subsiding, adjusting, etc.
That which settles at the bottom of a liquid; lees; dregs; sediment.
FAQs About the word settling
κατακάθιση
a gradual sinking to a lower levelof Settle, The act of one who, or that which, settles; the act of establishing one's self, of colonizing, subsiding, adjusting
καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,χαλαρωτικό,κατευναστικός,χαλαρωτικό,ξεκούραστος,κατευναστικός,αναλγητικό,αναισθητικό,μουδιαστικό
διεγερτικός,ενθαρρυντικός,ενεργειακός,αναζωογονητικός,αναβιωτικό,διεγερτικός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση
settler => άποικος, settlement house => Οικοδομή οικισμού, settlement => οικισμός, settledness => εγκατάσταση, settled => εγκαταστημένος,