Greek Meaning of set-to
έτοιμο
Other Greek words related to έτοιμο
- εγκαθίσταμαι (κάτω)
- διεύθυνση
- απασχολημένος
- δεσμεύω
- ανησυχία
- Συμπλέκομαι
- Αφοσιωθείτε σε κάτι
- σβήνω
- να επαναεφαρμόσω
- φθείρω
- εφαρμόζω
- Λύγισμα
- κούμπωμα
- Συνέχισε
- αφοσιώνω
- ασκώ
- εξάτμιση
- δίνω
- Π καρφιτσώσω (μακριά)
- συνεισφέρειν
- άροτρο
- συνδέω
- βουτάω (μέσα)
- Επανένταξη
- ξοδεύω
- καταπόνηση
- στρες
- φόρος
- πρόβλημα
- δουλειά
Nearest Words of set-to
Definitions and Meaning of set-to in English
set-to (n)
a brief but vigorous fight
set-to (n.)
A contest in boxing, in an argument, or the like.
FAQs About the word set-to
έτοιμο
a brief but vigorous fightA contest in boxing, in an argument, or the like.
εγκαθίσταμαι (κάτω),διεύθυνση,απασχολημένος,δεσμεύω,ανησυχία,Συμπλέκομαι,Αφοσιωθείτε σε κάτι,σβήνω,να επαναεφαρμόσω,φθείρω
τριγυρνώ,σκαλίζω,χαζεύω,αδρανής,τσαλαβουτώ,μαϊμού (γύρω),παίξε,Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω),φλαντάρω,ασήμαντο
settlor => ιδρυτής, settlings => οικισμοί, settling => κατακάθιση, settler => άποικος, settlement house => Οικοδομή οικισμού,