Greek Meaning of plow
άροτρο
Other Greek words related to άροτρο
- Σπάω
- γλουτοί
- χιλι
- χαλαρώνω
- Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
- αδρανής
- αφήνω κάτι
- ψωμί
- Σαλόνι
- ανάπαυση
- Ειδωλολατρία
- χαλαρώνω
- χαλαρώνω
- ηλιοθεραπεία
- τεμπελιάζω
- Παρακάμπτω (γύρω)
- κρέμασμα
- τεμπέλης
- αργολογώ
- παίξε
- χαλάρωσε
- ανάπαυση
- ασήμαντο
- χαλαρώνω
- να τεμπελιάζω
- Βουτιές
- χασομεράω
- αναβάλλω
- Σκίτσο
- χαζεύω
- ανοησία
- κουτοπόνηρος
- Τεμπέλης
- κρέμομαι
- τσαλαβουτώ
- μαϊμού (γύρω)
- Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω)
- φλαντάρω
Nearest Words of plow
Definitions and Meaning of plow in English
plow (n)
a farm tool having one or more heavy blades to break the soil and cut a furrow prior to sowing
plow (v)
to break and turn over earth especially with a plow
act on verbally or in some form of artistic expression
move in a way resembling that of a plow cutting into or going through the soil
plow (n.)
Alt. of Plough
plow (v. t.)
Alt. of Plough
plow (v. i.)
Alt. of Plough
FAQs About the word plow
άροτρο
a farm tool having one or more heavy blades to break the soil and cut a furrow prior to sowing, to break and turn over earth especially with a plow, act on verb
καλλιεργώ,αύλακα,τσουγκράνα,Σπάω,Σκαλιστήρι,μέχρι,χέρσος,άροτρο,λίστα,καλλιεργητής
Σπάω,γλουτοί,χιλι,χαλαρώνω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),αδρανής,αφήνω κάτι,ψωμί,Σαλόνι,ανάπαυση
plover => πουλί της ακτογραμμής, plovdiv => Φιλιππούπολη, plouter => plouter, plougland => αροτραίον, ploughwright => αροτριαράς,