Greek Meaning of goof (off)
τεμπελιάζω
Other Greek words related to τεμπελιάζω
- γλουτοί
- χιλι
- ανοησία
- αδρανής
- κλοτσάνε
- χαλαρώστε
- τεμπέλης
- ψωμί
- Σαλόνι
- παίξε
- χαλάρωσε
- ανάπαυση
- περίπατος
- Παρακάμπτω (γύρω)
- Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
- κρέμομαι
- σκοτώνω το χρόνο
- Τρίβω τα χέρια μου
- να τεμπελιάζω
- χασομεράω
- τριγυρνώ
- αναβάλλω
- drone
- αιστιβασμός
- τεμπέλης
- καθυστερώ
- αργολογώ
- ακαταστασία
- πίθηκος
- κοπριά
- τσιμπάω
- σκαλίζω
- Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω)
- φλαντάρω
- ξηρανεμίζω
- αργός περίπατος
- υπνάκο
- αναστολή εργασίας
- Τεμπέλης
- χειμερία νάρκη
- καθυστέρηση
- τριγυρνάω
- προσποιούμαι
- περπατώ με αργό ρυθμό
- περιπατώ
- Κύκνος
- καθυστερώ
- ασήμαντο
- κοπανατζής
Nearest Words of goof (off)
Definitions and Meaning of goof (off) in English
goof (off)
one who evades work or responsibility
FAQs About the word goof (off)
τεμπελιάζω
one who evades work or responsibility
γλουτοί,χιλι,ανοησία,αδρανής,κλοτσάνε,χαλαρώστε,τεμπέλης,ψωμί,Σαλόνι,παίξε
εφαρμόζω,αλέθω,φασαρία,Εργασία,ποδοπατώ,άροτρο,βύσμα,ιδρώτας,Μόχθος,δουλειά
gooeyness => ιξώδες, Goody Two-shoes => Goody Two-shoes, goodwills => καλή θέληση, goodie => δωράκι, good-heartedness => καλοσύνη,