Greek Meaning of travail
εργασία
Other Greek words related to εργασία
- αγωνία
- αγωνία
- δυσφορία
- δυσφορία
- δυστυχία
- πόνος
- δυστυχία
- βασανιστήριο
- δυσκολία
- πόνος
- τσίμπημα
- ράφι
- Θλίψη
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- θλίψη
- συμφορά
- Πόνος
- σταυρός
- χωνευτήρι
- κίνδυνος
- δυσκολία
- έκτακτη ανάγκη
- πόνος στην καρδιά
- Σπαρακτικός
- κίνδυνος
- Αχαρά
- Αυστηρότητα
- Λύπη
- πόνος
- Μπόντα
- πορθμός
- δίκη
- πρόβλημα
- Δυστυχία
Nearest Words of travail
- travailed => δούλευα
- travailing => γεννώ
- travailous => επίπονος
- trave => ταξιδεύω
- travel => ταξίδι
- travel agency => Ταξιδιωτικό γραφείο
- travel agent => ταξιδιωτικό γραφείο
- travel allowance => Επίδομα ταξιδίου
- travel along => ταξιδεύοντας κατά μήκος
- travel and entertainment account => Λογαριασμός ταξιδίων και ψυχαγωγίας
Definitions and Meaning of travail in English
travail (n)
concluding state of pregnancy; from the onset of contractions to the birth of a child
use of physical or mental energy; hard work
travail (v)
work hard
travail (n.)
Labor with pain; severe toil or exertion.
Parturition; labor; as, an easy travail.
To labor with pain; to toil.
To suffer the pangs of childbirth; to be in labor.
travail (v. t.)
To harass; to tire.
travail (v. i.)
Same as Travois.
FAQs About the word travail
εργασία
concluding state of pregnancy; from the onset of contractions to the birth of a child, use of physical or mental energy; hard work, work hardLabor with pain; se
αγωνία,αγωνία,δυσφορία,δυσφορία,δυστυχία,πόνος,δυστυχία,βασανιστήριο,δυσκολία,πόνος
ανακούφιση,Άνεση,Παρηγοριά,ευκολία,Ειρήνη,ανάγλυφο<br>,Ασφάλεια,παρηγοριά,ελάφρυνση,ευεξία
trautvetteria carolinensis => Trautvetteria carolinensis, trautvetteria => Τραουτβετέρια, traunter => Τράουντερ, traunt => απουσία, traunce => έκσταση,