Greek Meaning of travailing

γεννώ

Other Greek words related to γεννώ

Definitions and Meaning of travailing in English

Webster

travailing (p. pr. & vb. n.)

of Travail

FAQs About the word travailing

γεννώ

of Travail

εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,κοπιαστικός,προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός,κουραστικός,αργός

σπάσιμο,άστεγος,ανατριχιαστικός,ρελαντί,τεμπελιάζω,χαλαρωτικό,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη)

travailed => δούλευα, travail => εργασία, trautvetteria carolinensis => Trautvetteria carolinensis, trautvetteria => Τραουτβετέρια, traunter => Τράουντερ,