Greek Meaning of grinding (out)

λείανση

Other Greek words related to λείανση

Definitions and Meaning of grinding (out) in English

grinding (out)

to produce in a mechanical way

FAQs About the word grinding (out)

λείανση

to produce in a mechanical way

φέρνοντας μπροστά,Δημιουργώντας,υπό ανάπτυξη,Σφυρηλάτηση,σφυρηλάτηση,ξύλο (έξω),προπόνηση,προθέρμανση,επιτυγχάνοντας,πραγματοποιώντας

Καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,κατεδάφιση,κατεδάφιση,ισοπέδωση,καταστρεπτικός,καταστροφική,ακύρωση

grinding (down) => άλεση (κάτω), grinders => Τροχοί λείανσης, grind house => Grindhouse, grind (out) => αλέθω (έξω), grind (down) => αλέθω (προς τα κάτω),