Greek Meaning of modelling
μοντελοποίηση
Other Greek words related to μοντελοποίηση
- προσαρμογή
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- κλιματισμός
- συμμορφούμενος
- Θεραπεία
- Επεξεργασία
- μόρφωση
- κατάλληλος
- Γρανάζι
- ταιριαστό
- Σχέδιο
- θέση
- διαμόρφωση
- Ραπτική
- συντονισμός
- διορθωτικός
- Προσαρμογή
- αναπροσαρμογή
- εγκλιματισμός
- φιλόξενος
- Γνωριμία
- τροποποίηση
- συντονισμός
- εξοπλισμός
- ίδρυση
- εξοικείωση
- εναρμονιστική
- Τροποποίηση
- Προσανατολιστικός
- προσανατολιστικός
- αστάρωμα
- δοκιμάζοντας
- ριζοβόληση
- κατάλληλος
- μεταμόρφωση
- προετοιμάζει
- επαναπροσαρμογή
- αναδιοργάνωση
- ανακαίνιση
- τετραγωνισμός
- σκλήρυνση
- αποδίδοντας
- αναδιαμόρφωση
- ανάκτηση
- ανακύκλωση
- Εστίαση
- επαναδημιουργία
- αναθεώρηση
- καρύκευμα
- κατακάθιση
- ενίσχυση
- μετατροπή
- μεταποίηση
- Νέος σχεδιασμός
- Αναδόμηση
- επανεκτέλεση
- επανασχεδιασμός
- Αναδιαμόρφωση
- επισκευή
- επανεφεύρεση
- αναδιοργάνωση
- ανανέωση
- αναθεώρηση
Nearest Words of modelling
Definitions and Meaning of modelling in English
modelling (n)
a preliminary sculpture in wax or clay from which a finished work can be copied
the act of representing something (usually on a smaller scale)
modelling ()
of Model
FAQs About the word modelling
μοντελοποίηση
a preliminary sculpture in wax or clay from which a finished work can be copied, the act of representing something (usually on a smaller scale)of Model
προσαρμογή,προσαρμοστικός,ρύθμιση,κλιματισμός,συμμορφούμενος,Θεραπεία,Επεξεργασία,μόρφωση,κατάλληλος,Γρανάζι
κακή προσαρμογή
modeller => μοντελιστής, modelled => μοντελοποιημένο, modelize => μοντελοποίηση, modeling => μοντελοποίηση, modeler => μοντελοποιός,