Greek Meaning of acclimating
προσαρμογή
Other Greek words related to προσαρμογή
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- συμμορφούμενος
- θέση
- Ραπτική
- εγκλιματισμός
- φιλόξενος
- κλιματισμός
- Επεξεργασία
- μόρφωση
- κατάλληλος
- διαμόρφωση
- κατάλληλος
- Προσαρμογή
- προετοιμάζει
- εθισμός
- Γνωριμία
- τροποποίηση
- συντονισμός
- κάμψη
- Θεραπεία
- εξοπλισμός
- ίδρυση
- εξοικείωση
- Γρανάζι
- συνηθίζοντας
- σκλήρυνση
- εναρμονιστική
- αποδίδοντας
- ταιριαστό
- μοντελοποίηση
- μοντελοποίηση
- Τροποποίηση
- πολιτογράφηση
- Προσανατολιστικός
- προσανατολιστικός
- Σχέδιο
- αστάρωμα
- προετοιμασία
- αναδιαμόρφωση
- ανάκτηση
- ανακύκλωση
- Εστίαση
- Καταχώρηση
- Ρυθμιστικό
- δοκιμάζοντας
- επαναδημιουργία
- αναθεώρηση
- Ιστιοφορία
- ριζοβόληση
- κατακάθιση
- ενίσχυση
- εκπαίδευση
- μεταμόρφωση
- συντονισμός
- μετατροπή
- διορθωτικός
- επαναπροσαρμογή
- αναπροσαρμογή
- Νέος σχεδιασμός
- Αναδόμηση
- επανεκτέλεση
- αναδιοργάνωση
- επανασχεδιασμός
- επισκευή
- επανεφεύρεση
- ανακαίνιση
- ανανέωση
- αναθεώρηση
- τετραγωνισμός
Nearest Words of acclimating
Definitions and Meaning of acclimating in English
acclimating (p. pr. & vb. n.)
of Acclimate
FAQs About the word acclimating
προσαρμογή
of Acclimate
προσαρμοστικός,ρύθμιση,συμμορφούμενος,θέση,Ραπτική,εγκλιματισμός,φιλόξενος,κλιματισμός,Επεξεργασία,μόρφωση
κακή προσαρμογή
acclimatement => εγκλιματισμός, acclimated => εγκλιματισμένος, acclimate => εγκλιματίζω, acclimatation => εγκλιματισμός, acclimatable => εγκλιματιζόμενος,