Greek Meaning of rooting

ριζοβόληση

Other Greek words related to ριζοβόληση

Definitions and Meaning of rooting in English

Wordnet

rooting (n)

the process of putting forth roots and beginning to grow

Webster

rooting (p. pr. & vb. n.)

of Root

FAQs About the word rooting

ριζοβόληση

the process of putting forth roots and beginning to growof Root

ενσωμάτωση,διαμονή,Κλινοσκεπάσματα,εμποτισμός,εμβάθυνση,οχυρωματική,επιδιόρθωση,ενσωμάτωση,ο οποίος επηρεάζει,εμφύτευση

εξαλείφοντας,εξάλειψη,εκρίζωση,ξεριζωμός,αποσύνδεσης,εκτόπιση,εκτίναξη,Απέλαση,Απομάκρυνση,αποσπώντας

rootery => Ριζικό σύστημα, rooter skunk => βρωμοκούναβο ρίζας, rooter => Ρίζα, rooted => ριζωμένος, rootcap => Ριζοκάλυπτρο,